TRIERARCHUS — in Rep. Atheniensi dicebatur, qui navem bellicam armamentaque navalia et eius generis alia, praebebat. Ulpianus, Τριήραρχός ἐςτιν ὁ ναῦν παρεχόμενος πολεμικην` καὶ οκεύη τῇ νηΐ καὶ ὅσα τοιαῦτα. Cui muneri obeundo ditissimi quique assignabantur,… … Hofmann J. Lexicon universale
NAUCRARI — Graece Ναυκράροι, vel ut alii, Nauclari, Ναυκλάροι, Athenis a Solone, vel etiam ante in stituti, ut Aristoteles testatur de Rep. Athen. eandem potestatem habuêre, quam postea Demarchi, quos Clisthenes instituit. harpocration in Lexico, School.… … Hofmann J. Lexicon universale
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αλ Καπόνε — (Al Capone, Νάπολη, Ιταλία 1899 – Μαϊάμι, ΗΠΑ 1947). Ιταλοαμερικανός γκάνγκστερ, που ήταν γνωστός και με το παρωνύμιο σημαδεμένος (scarface). Γεννήθηκε στη Νάπολη της Ιταλίας, απ’ όπου έφυγε το 1918 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Το 1920 πήγε… … Dictionary of Greek
αρχιληστής — ο (Α ἀρχιληστής) ο αρχηγός ληστρικής συμμορίας, ο λήσταρχος … Dictionary of Greek
λήσταρχος — ο, θηλ. λησταρχίνα (AM λήσταρχος, Μ θηλ. λησταρχίνα) αρχηγός συμμορίας ληστών, αρχιληστής (α. «Εκεί δρούσε ο διαβόητος λήσταρχος Γιαγκούλας» β. «ὁ λῄσταρχος ὁ Λυσιτανός δίκαιος ἦν ἐν ταῑς διανομαῑς τῶν λαφύρων», Διόδ.) νεοελλ. μτφ. αισχροκερδής.… … Dictionary of Greek
λησταρχία — η (AM λῃσταρχία) [λήσταρχος] αρχηγία ληστών, ληστρικής συμμορίας νεοελλ. μτφ. αισχροκερδής άσκηση επαγγέλματος, αισχροκέρδεια μσν. βιαιοπραγία, αρπαγή … Dictionary of Greek
λησταρχείο — το (Μ λῃσταρχεῑον) [λήσταρχος] το καταφύγιο τού ληστάρχου και τών ληστών τής συμμορίας του νεοελλ. μτφ. κατάστημα όπου γίνεται αισχροκέρδεια, υπερβολικά ακριβό κατάστημα … Dictionary of Greek
ληστοσυμμορίτης — ο μέλος συμμορίας ληστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστοσυμμορία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παλληκάρι — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ραφταναίων. * * * και παληκάρι και παλικάρι, το (Μ παλληκάριον και παλλικάριον) γενναίος, τολμηρός, υπερήφανος και μαχητικός άνδρας,… … Dictionary of Greek